- τερατολογικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τερατολόγο ή στην τερατολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τερατολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Κυπριανό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερατολογικός — ή, ό ο σχετικός με την τερατολογία ή τον τερατολόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)